- αρχαιολατρεία
- ηη λατρεία, ο υπέρμετρος θαυμασμός της κλασικής αρχαιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + λατρεία < λατρεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek